δικέρατος

δικέρατος
-η, -ο (AM δικέρατος, -ον)
1. αυτός που έχει δύο κέρατα
2. διχαλωτός
3. αυτός που έχει σχήμα ημισελήνου, πεταλοειδής
νεοελλ.
1. (για έντομα) αυτός που έχει δύο κεραίες
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ζωολ. δικέρατα
έντομα με δύο κεραίες
μσν.
το ουδ. ως ουσ. δικέρατον
δικεράτιον, κεφαλικός φόρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δικέρατον — δικέρατος two horned masc/fem acc sg δικέρατος two horned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικεράτων — δικέρατος two horned masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικέρατα — δικέρατος two horned neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CERATIUM — nomen monetae, in LL. Georgic. et apud Cedrenum ann. 24. Leonis Isauri; quod genus ab ipsius Numae temporibus obtinuit, si Cedreno fides. Fecerunt autem Ceratia duo argentea milliarensem, qui hinc δικέρατος Scriptoribus dicitur; sicut… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δίκερος — η, ο (Μ δίκερος, ον) δικέρατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (< δις) + κέρας (πρβλ. άκερος)] …   Dictionary of Greek

  • κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”